Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Plenipotentiary

Θέλω να κρεμαστώ από τον ουρανό
Και να πέσω στην Ευρώπη
Να λυγίσω μετά, σα λαστιχένια μπάλα
Ν'αγγίξω με τα χέρια το ταβάνι του Κρεμλίνου
Να το πετάξω στον κάιζερ
Να προσέχεις
Θα κόψω το φεγγάρι σε τρία κομμάτια
Το μεγαλύτερο, θα' ναι δικό σου
Μην το φας γρήγορα.

Τινα Μοντότι (Μάης 22, δημοσίευση στο περιοδικό Dial)









Μετάφραση - Επιμέλεια - Εισαγωγή Ε.Π.Γούσια/Εκδόσεις ΚΨΜ




 ε

Ω



Χοροπηδάω στο όχημα μιας μακροσκελούς πραγματικότητας
πετάω μέσα τις αποσκευές σας, γέμισαν με λεξικά του κώλου
τίποτα δε σημαίνουν όλα αυτά  
τίποτα αν δε ζωστείς μ' αυτά να κόβεις βόλτες, να κοβεις φλέβες μέσα στις ίδιες σου
τις βόλτες
μέχρι το ω να ματώσει στο φινάλε του και ν' αποκτήσει νέα οντότητα
άσε το ο το εύκολο που κανει κύκλους μέσα σου
τα μεσημέρια τα χαράματα,
μέχρι τα σύμφωνα σ’ όλες τις γλώσσες  
να ξαναβρούν τον ήχο με τον οποίο συστήθηκαν στην πρώτη έξοδο
χωρίς τις λίμες που επάνω τους καρφώσαμε και κλέψαμε τους ήχους
τους λειάναμε για να μιλάμε σήμερα με άποψη, στην τύχη κάθετα,
προκαλώντας δυσαρμονία
Βάζω  Ξενάκη, Ρέτσο, βάζω φάλτσα γνήσια,
η αιχμηρή υπόσταση τους με προστατεύει από λειάνσεις εύκολες
κι απο τις βάναυσες κατασκευές που απλώθηκαν με πλούσιες άργητες ως βάλσαμο
πάνω απ’ τις πόλεις
πάνω απ’ τα σπίτια μας
πάνω απ’ το βλέμμα μας
πάνω απ’ τα έργα μας
πάνω απ’ το είναι μας και πάνω απ’ όλα. 
Εγώ θα φεύγω


Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Τοξικά



Τοξικές είναι οι πολιτείες με τα δερμάτινα μυαλά και τις καλογυαλισμένες λέξεις 
με τους περήφανους κυματισμούς στο μπαλκόνι μιας αναγκαιότητας που βροντοφωνάζει
δεκάδες στίβες τίποτα
Τοξικές οι χοντρές φιγούρες με  προοπτική τα συρματοπλέγματα
Τα νέα μηχανάκια που ξεχαρβαλώνονται καθώς ξεβράζουν χρήμα
Τοξική είναι η φράση που δεν βρήκε το δέκτη και επέστρεψε ξημέρωμα
για να σκοτώσει τον πρώτο κοντινό του. 
Τοξικός είναι ο λόγος που το σώμα αναγκάστηκε να το σκάσει απ’ τον άξονά του
Τοξικός είναι ο έρωτας που τον βάφτισαν ανταλλαγή.
Είναι Τετάρτη. Και Τρίτη η μέρα που γεννήθηκα
Τις Τρίτες μέρες συμβαίνουν πράγματα που με πιάνουν απ’το χέρι
και μου προσθέτουν χρόνια πρόωρα που με φοράνε και δε μου κάνουν, παρ’όλη τη μελέτη.
Τοξικό είναι το αύριο που δεν προλαβαίνουμε να περάσουμε απο δίπλα του
να αντιληφθούμε το σχήμα του, να δουμε το προφίλ του, ένα απ' τα δυο.
Ο κύριος Α μου χτύπησε την πόρτα από βίτσιο.
Ο κύριος Π διέκοψε την ανακοπή μου από άποψη.
Η γνώση πάλι έστριψε στη γωνία και χάθηκε.   
Συχνά χαζεύω τις γάτες της κυρίας Μαρίας έτσι όπως περπατούν αμέριμνες
ανάμεσα σε τοξικούς περαστικούς και νιαουρίζουν ζωώδη αποφθέγματα.
Τρίτη ήταν ο δεύτερος θάνατος, η τέταρτη εισαγωγή, η δεύτερη επιστροφή στο πρώτο καλοκαίρι που ονειρευόμουν πως ήμουν κάποια άλλη με μάτια ορθάνοιχτα απ' τον τρόμο της δικής σου τοξικότητας.

    Τώρα θα φτιάξω ιστορίες με μπόλικες ενάρξεις να τις γνωρίσουν και οι διπλοί μου εαυτοί. 

'Εποχή μου είναι η ποίηση' Α.Ξηρογιάννη.Παρουσίαση


Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Βυσσινόκηποι

Να σκοτώνεις ό,τι αγαπάς να το σέρνεις Κυριακή απόγευμα έξω απ' τους Βυσσινόκηπους.
Κυριακή βράδυ να νομίζεις πως μπορείς να κοιμάσαι αναίμακτα.
Βυσσινόκηπους είχε παντού στην περιοχή αλλά εσύ δεν ήσουνα ποτέ ο Τσέχωφ.
Τώρα καίω το πλαστικό -απ' τα πακέτο των τσιγάρων- το περιτύλιγμα.
Βρέθηκε στο τασάκι
-mini - mal-
Κυριακή απόγευμα. Παύση. Κυριακή βραδάκι. Παύση. Ξανά.
Δύο ζευγάρια πόδια λεηλατούμε τους βυσσινόκηπους του κόσμου όλου.
Δυο ζευγάρια μάτια κλέβουμε τους βυσσινόκηπους του κόσμου όλου.
Περιμένω πάντα την είδηση που θα με κάνει γριά σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Τότε θα ξαναμπώ στο βυσσινόκηπο να ξαναγνωριστώ με τις ρίζες σου.
(26 Κυριακή προς 27/5)




 

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Σκιά μεγάλου αναστήματος



Το σκουφί του ήταν φτιαγμένο από πολύ όμορφο υλικό και όμορφα χρώματα.
Σ’ εκείνη την πόλη πάντα έβρεχε. Τα μαλλιά του φαινόντουσαν μακριά πολύ και ξανθά. Μπουκώνανε κάτω απ’ το σκούφο ο σκούφος γέμιζε, άλλαζε όψη. Πάντα το φορούσε. Συχνά έχωνε με μανία τα δάχτυλά του κάτω απ’ το ριγέ ύφασμα, κάτω απ’ το λευκό ύφασμα, κάτω απ’ το μοβ.
Τη νύχτα, στις 6 Ιουνίου, μετά από έντεκα μέρες, περπατήσαμε ξανά, μαζί στη βροχή.
Δεν είχα ομπρέλα δεν είχα αδιάβροχο, δεν είχα νέα του, δεν είχα το όνομά του.
Η σκιά του που ακουμπούσε απαλά στο δρόμο ήταν πιο ψηλή απ’ τη δικιά μου σκιά.
Του εκμυστηρεύτηκα κάποιες σκόρπιες λέξεις, αποδομημένες σχεδόν, μια πρόκληση, ένα υπόγειο παράπονο καθώς κρατούσα το μαύρο φόρεμα που σέρνονταν στο βρεγμένο δρόμο.
  Γιατί δε βάζουμε τις σκιές μας να αναμετρηθούν, κάπως, κάπου ενώ περπατάμε; 
 Θα ήθελες να παίξουμε ένα  παιχνίδι; 
 Η σκιά σου είναι πιο μεγάλη, μεγαλύτερη απ ‘ τη δικιά μου. 
 Όμως θέλω να βρω τον τρόπο να μεγαλώσω τη δικιά μου, να ξεπεράσει τη δικιά σου σκιά.   
 Κάτι θα βρω το ξέρω.  Ένα παιχνίδι μόνο.
Εκείνος, που δεν είχα ακόμα το όνομά του, που δεν είχα τα νέα του, χαλάρωσε το βήμα του.
Σκουφά και κάτι, γωνία.  Απέναντι τοίχος. Επάνω μας δυο πελώρια φώτα του δήμου. Δίπλα μας οι σκιές μας. Μεσαίου αναστήματος, μεγάλου αναστήματος. Γύρισε και τις χάζεψε. Εγώ κοιτούσα εκείνον που έπιανε το σκούφο, αργά και σταθερά, να τον απομακρύνει. Τότε η σκιά του μίκρυνε. Κι έπειτα με αργό ρυθμό τράβηξε τα μαλλιά του και η σκιά του χάθηκε.  
Κι όταν τον κοίταξα, στο βάθος του δρόμου, δεν είχε τίποτα επάνω του. Μόνο το θάνατο του.
Κι ύστερα έστρεψα αργά το βλέμμα μου στον τοίχο κι είδα μιαν άχαρη σκιά, τεράστια και μόνη.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Στις γωνίες κάποιος κατουράει περήφανα



Στις γωνίες πάντα κάποιος κατουράει περήφανα
οι σκύλοι δε διακόπτουν
έχουν πληθύνει οι σκύλοι πολύ σ’ αυτούς τους δρόμους
ένας άλλος τρέχει πίσω μου και φτύνει μόνο φτύνει
είναι επειδή δεν άκουσα, δεν τον άκουγα, δε στάθηκα, βιάζομαι τώρα, βιάζομαι σήμερα, 
βιάζομαι, του είπα, εκείνος δεν κατάλαβε και φτύνει.
Με τα ξεχαρβαλωμένα πλακάκια μπροστά μου σκάλωσα.
Μπήκα στο σχήμα και άρχισα να αργώ και να μετράω
μετράω κάτι
αυτό βαραίνει την πορεία για το σπίτι
η αφορμή.
Στην επόμενη γωνία τα πλακάκια είναι στη θέση τους, όλα κανονικά
το βήμα μου ξανά κανονικό, κανείς δεν κατουράει, δεν υπάρχουν σκυλιά
ένα παιδί μόνο, ένα παιδί φωνάζει, μου ζητάει να στραφώ σε κάποιο κάδρο
είναι ένα κάδρο τοποθετημένο στη μέση του τοίχου, ο τοίχος είναι σαγρέ,
στη μέση του δρόμου, σε τοίχο σαγρέ έχει βάλει ένα κάδρο από σπίτι το παιδί.
Ο άνδρας είναι γνωστός και γέλασα. Πρόσεξε, σε κοιτάζει! φώναξε το παιδί και γέλασα ξανά.
Και το παιδί έχωσε τα χέρια του στις τσέπες και κλώτσησε ένα χαρτί, ένα χαλίκι, την ιδέα του και έκατσε κάτω, οκλαδόν, για να καπνίσει.
Ήρθε μήνυμα από τη μητέρα, θα στείλει φαγητό και ρούχα.
Ήμουν στην είσοδο. Έβγαλα τις βιταμίνες από ρόδι απ’ την τσέπη. Κρατάω ένα ρόδι.  
Τρέφομαι με ρόδια εδώ και καιρό.
Γιατί;
Μ’ αρέσει το κόκκινο.
Κόκκινο βρίσκεις παντού.
Έχω ρόδια θες;
Δεν τρώω ρόδια.
Νερό;
Στο νερό με πλησίασε. Είδα αυτόν τον ξένο, είχε γαλάζια μάτια, στο νερό με πλησίασε.
κάποιος δίπλα μας, κατουρούσε περήφανα, φοβάσαι; 
Πετάχτηκα.
 Έσπρωξα από πάνω μου το πάπλωμα κοίταξα έξω έξω βρέχει. 

 

Είναι πολύ νωρίς κοιμήσου.
=============================
Καφέ; Θα φτιάξω για μένα.
=============================
Είναι τόσο νωρίς γιατί δε κοιμάσαι;
=============================
=============================
=============================
Σ τ ο ν ε ρ ό μ ε π λ η σ ί α σ ε  ε ί δ α α υ τό ν τ ο ν ξ έ ν ο σ τ ο ν ε ρ ό
Τι μουρμουρίζεις;







Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Ζωοδόχου Πηγής



Κοίτα τώρα, με έβαλες να ξαναβάλω λέξεις
όλες όσες γνώριζα, απ’την αρχή, σε άλλες θέσεις
να τις ταιριάξω, τις ίδιες λέξεις
άλλα να πω
επειδή έξω φυσάει
επειδή εδώ πέρα τα τζάμια χτυπάνε
επειδή ο καπνός απ’ τα λάθος τσιγάρα περνάει ξυστά απ’ την οθόνη μου
κι όλα δείχνουν αλλιώς και ζαλισμένα
επειδή η ροή των ειδήσεων δεν έχει τίποτα το νέο
κι εγώ ψάχνω να βρω το νέο απ’ τα παλιά
επειδή εμφανίστηκες ταυτόχρονα με μία ωραία εξαφάνιση
Στη Ζωοδόχου πηγής αυτές τις μέρες δε περισσεύουν αυτοκίνητα
και κάποιες κλήσεις επιμένουν να στρέφονται στη λάθος συσκευή
αυτή την εποχή δεν έχω λέξεις, μόνο εικόνα
αυτή την εποχή χαλάει ο ύπνος μου
δεν τρώω
μόνο θυμάμαι
-θυμάμαι-
η δουλειά μου είναι, αυτή να θυμάμαι
και το ασθενοφόρο που περνάει απ’ έξω
όποιον κι αν μεταφέρει
ένα είναι που θέλουν να κρατήσουν οι γιατροί, - τη μνήμη αυτού-
αυτή  θα προσπαθήσουν να κρατήσουν στη ζωή
Θυμάσαι; θα τον ρωτούν
κι εκείνος θα κοιμάται
ίσως, μπορεί,
γιατί είναι εκκωφαντικός ο ήχος απ’ το δρόμο
-κι αν θα προλάβουν-
αυτόν, την εκκωφαντική σιωπή
Αυτά τα τζάμια στη ζωοδόχου πηγής χτυπάνε απ’ τον νοτιά
δε φταίω εγώ που χάλασαν
ουτε το αδύνατο μου χέρι που δε πιάνει καλά πια
ούτε κι ο Μάης που είχε πάντα κάτι ακραία ρεαλιστικό
κάτι αδύνατο
ούτε ο καιρός που ήρθε ο καιρός του να φυσήξει
Τα τζάμια στη Ζωοδόχου πηγής σπάσανε
κι εγώ συνεχίζω να βάζω λέξεις σε σειρά
μήπως και καταλάβω κάτι
όταν θα τις ξαναδιαβάσω, νύχτα,
που τίποτα δε θα ακούγεται
επειδή κανείς δε θα περπατά
επειδή κανένα ασθενοφόρο δε θα περνά
επειδή όλοι θα έχουν τη μνήμη τους
επειδή δε θα υπάρχεις
επειδή θα κατοικώ σε σπίτι χωρίς τζάμια
επειδή τα τζάμια γίνανε θρύψαλα
επειδή θα τ’ αφήσω στο πάτωμα
επειδή θα πατάω επάνω τους
και στον τοίχο τη νύχτα χαριεντίζονται σκιές
και κρεμιούνται όπου θέλουν, όπως θέλουν
παρεάκι καλό,
κι οι πατούσες, οι κόκκινες,
ξεκινούν μιαν αφήγηση
σα σκιά και αυτή
που κρεμιέται όπως θέλει,
πάντα επάνω μου.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...